- ἀλόγω
- ἄλογοςwithoutmasc/fem/neut nom/voc/acc dualἄλογοςwithoutmasc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλογώ — ἀλογῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. δεν προσέχω σε κάτι, αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι 2. είμαι παράλογος (μέσ. ή παθ.) 1. περιφρονούμαι, καταφρονούμαι από κάποιον 2. διαπράττω απρονοησία, παρασύρομαι από κακό ή εσφαλμένο υπολογισμό, κάνω λάθος 3.… … Dictionary of Greek
ἀλογῶ — ἀλογέω pay no regard to pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλογέω pay no regard to pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόγῳ — ἄλογος without masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόγωι — ἀλόγῳ , ἄλογος without masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
несловьныи — (1*) пр. Неразумный: что же сы ѥсть присно, рожени˫а не имыи, и что ѥсть бываѥмоѥ присно, сыи же никогдаже? ѡво бо разѹмѣвати съ словесемь припостижно присно ѿ того сы, а ѥже чювьство несловно славима [в др. сп. славимо] (ἀλόγῳ) ΓΑ XIII–XIV, 48б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
αλόγημα — ἀλόγημα, το (Α) [αλογῶ] λάθος, σφάλμα, παραλογισμός … Dictionary of Greek
αλόγητος — ἀλόγητος, ον (Μ) [ἀλογῶ] αλογάριαστος, περιφρονημένος … Dictionary of Greek
κατηλογώ — κατηλογῶ, έω (Α) αμελώ, περιφρονώ, καταφρονώ («κατηλόγησε τοῡτο ὡς ἐὸν ἄμαχόν τε καὶ ἀπότομον», Ηρόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλογῶ «αμελώ, περιφρονώ». Το η τού κατηλογῶ είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek